στιβαζόμενος

στιβαζόμενος
στιβάζω
tread upon
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στιβάζω — (I) ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, καταπατώ 2. μέσ. στιβάζομαι ακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω («ἴχνια γὰρ ἐν αὐτῷ στιβαζόμενος εὕροιτό τις καὶ μαστευόμενος», Αίσ.). (II) ΜΑ [στιβάς, άδος] 1. παθ. στιβάζομαι εκτείνω, απλώνω ως στρωμνή («ἡ στρωμνὴ ἔσται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”